- τσιμπλιάρης, -α, -ικο
- που έχει τσίμπλες στα μάτια του, που είναι γεμάτος τσίμπλες, τσιμπλιασμένος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσιμπλιάρης — α, ικο, Ν 1. αυτός που έχει τσίμπλες στα μάτια του 2. το ουδ. ως ουσ. το τσιμπλιάρικο (με υποτιμητ. σημ.) ανήλικο, ανώριμο παιδί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσίμπλα + κατάλ. ιάρης (πρβλ. ψωρ ιάρης)] … Dictionary of Greek
τσιμπλομάτης — α, ικο, θηλ. και τσιμπλοματού, Ν τσιμπλιάρης, τσίμπλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσίμπλα + μάτης (< μάτι), πρβλ. αετο μάτης] … Dictionary of Greek
τσιμπλομάτης, -α — και ού, ικο τσιμπλιάρης (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)